- σκηνοφύλαξ
- σκηνοφύλαξ [ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ,A guard of tents, of a camp, X.HG3.2.5, D.H.10.44, Plu.Pomp.72.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκηνοφύλαξ — guard of tents masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνοφυλάκων — σκηνοφύλαξ guard of tents masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνοφύλακας — σκηνοφύλαξ guard of tents masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνοφύλακας — ο, η, / σκηνοφύλαξ, ακος, ΝΑ φύλακας, φρουρός σκηνής νεοελλ. στρ. οπλίτης στον οποίο ανατίθεται η φύλαξη τών σκηνών σε καταυλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + φύλαξ] … Dictionary of Greek